κατάγαστρος

κατάγαστρος
κατάγαστρος, -ον (Α)
1. ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάγαστρον
επίδεσμος τής κοιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -γαστρος (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. λεπτό-γαστρος, σύρ-γαστρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταγάστρους — κατάγαστρος gluttonous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”